πλουτοκρατικός

πλουτοκρατικός
-ή, -ό, Ν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πλουτοκρατία ή στον πλουτοκράτη.
επίρρ...
πλουτοκρατικώς και πλουτοκρατικά Ν
κατά τρόπο πλουτοκρατικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλουτοκρατία. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Πλ. Δρακούλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πλουτοκρατικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πλουτοκρατία ή στον πλουτοκράτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”